φιλοπολέμως

φιλοπολέμως
Α
επίρρ. βλ. φιλοπόλεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοπολέμως — φιλοπόλεμος fond of war adverbial φιλοπόλεμος fond of war masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόλεμος — η, ο / φιλοπόλεμος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλοπτόλεμος Α αυτός που αγαπά τον πόλεμο, που τού αρέσει ο πόλεμος, πολεμοχαρής νεοελλ. αυτός που είναι υπέρ τού πολέμου («οι φιλοπόλεμοι κύκλοι μπορεί να εξωθήσουν σε περιπέτειες τον κόσμο») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”